πραπίδες

πραπίδες
πρᾰπίδες, αἱ, dat.
A

πραπίσιν Pi.O.2.94

, [dialect] Ep. πραπίδεσσι (v. infr.):— poet.,
1 = φρένες, midriff, diaphragm,

βάλε . . ἦπαρ ὑπὸ πραπίδων Il. 11.579

, cf. 13.412, 17.349: then, since this was deemed the seat of mental powers and affections,
2 understanding, mind,

ἰδυίῃσι πραπίδεσσι 1.608

, 18.380, etc.;

περὶ μὲν πραπίδες, περὶ δ' ἐστὶ νόημα Hes. Th.656

; as the seat of desire, heart,

ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος Il.24.514

; ἔσχεν ἄκοιτιν ἀρηρυῖαν πραπίδεσσιν wins a wife after his own heart, Hes.Th.608;

πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4

; πραπίδων πλοῦτος ib.2, cf. Pi.O.11(10).10, P.4.281; Trag. in lyr.,

εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag.380

, cf. 802, E.Andr.480: rarely in sg. πραπίς, ίδος, Pi.P.2.61, Fr.109, E.Ba.427 (lyr.), 999 (lyr.);

ἔργον ἐμῆς π. IG 14.1500

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραπίδες — midriff fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδες — αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, ίδος, ή, Α 1. το διάφραγμα που βρίσκεται μεταξύ τού θώρακα και τής κοιλιάς 2. (ως έδρα τής διανοητικής δύναμης) νους, διάνοια 3. (ως έδρα τών αισθήσεων) τα συναισθήματα 4. (ως έδρα τής επιθυμίας) καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια …   Dictionary of Greek

  • πραπίδα — πραπίδες midriff fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδας — πραπίδες midriff fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδι — πραπίδες midriff fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδος — πραπίδες midriff fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδων — πραπίδες midriff fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”